- καλοπαθώ
- καλοπαθῶ (Μ)1. ενεργ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι («νὰ ἀπέρχονται εἰς τὰ ὀσπίτια τους, διὰ νὰ καλοπαθήσουν», Χρον. Moρ.)2. μέσ. καλοπερνώ, περνώ με άνεση («προφούρνια νὰ χόρταινα καὶ νὰ καλοπαθούμην», Προδρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + -παθῶ (< -παθής < θ. παθ-, πρβλ. ἔ-παθ-ον τού πάσχω), πιθ. αναλογικά προς το κακο-παθώ].
Dictionary of Greek. 2013.